χιλιάκριβος

χιλιάκριβος
-η, -ο
πολύτιμος, προσφιλής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χιλιάκριβος — η, ο, Ν μτφ. πάρα πολύ ακριβός, πολύτιμος (α. «και το ξανθό το μέλι / και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει τις φροντίδες», Παλαμ. β. «για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά», Ν. Καρβούνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”